-
1 επισιτιζομαι
(fut. ἐπισιτιοῦμαι - ион. ἐπισιτιεῦμαι)1) добывать себе съестные припасы, запасаться продовольствием(ἐκ τῆς κώμης Her.; τῇ στρατιᾷ Thuc.)
ἀποπεμφθέντες ὡς ἐπισιτιεύμενοι Her. — посланные для заготовки продовольствия;εἰς Ευβοιαν ἐ. Arst. — отправиться на Эвбею за продовольствием;ἐ. τὸν ἄριστον Thuc. — отправиться за продовольствием для завтрака2) снабжать себя, запасаться, обеспечивать себя, заготовлятьἐ. πρὸς σοφίστείαν Plut. — запастись доводами против софистики
См. также в других словарях:
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… … Dictionary of Greek
πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… … Dictionary of Greek
Ουρσούλη — (Ursula). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν κόρη του βασιλιά της Βρετάνης η οποία, μαζί με άλλες νέες που τις είχε μυήσει στον χριστιανισμό, περιόδευσε στη Γαλατία και σε τμήμα της Γερμανίας, εκχριστιανίζοντας τον πληθυσμό. Οι Ούννοι τη… … Dictionary of Greek
Monastères de la région de Gaza — La région de Gaza voit fleurir, à partir du milieu du IVe s., des sites monastiques chrétiens qui sont relativement bien documentés par la littérature de l époque aussi bien que par l investigation archéologique contemporaine. La présente page… … Wikipédia en Français
κωμομισθωτής — κωμομισθωτής, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων τής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο μισθωτής, υπο μισθωτής] … Dictionary of Greek
παγανεύω — (Μ) ζω ως ιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus «ο κάτοικος τής κώμης» (< pagus «κώμη, χωριό»)] … Dictionary of Greek
προκωμογραμματεύς — έως, ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα κωμογραμματέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κωμογραμματεύς «γραμματέας τής κώμης»] … Dictionary of Greek
περιβόλι — I Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12τ. χλμ., κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού του … Dictionary of Greek
Ελιμείας, δήμος — Νέος δήμος (6.429 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμυγδαλέας, Άνω Κώμης, Καισάρειας, Κάτω Κώμης, Κοντοβουνίου, Κρόκου και Σπάρτου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον … Dictionary of Greek
BETHSEMES — i. e. domus Solis, vel ministerii, ante Abel dicta 2. Paral. c. 28. v. 18. Civitatis sacerdotalis an tribu Iudae. Ios. c. 15. v. 10. postea Levitis assignata. Ios. c. 21. v. 16. In quam reducta est Arca a Philistinis capra. 1. Sam. c. 6. v. 9. In … Hofmann J. Lexicon universale